- κυτοσόλιο
- τοτο διαλυμένο κυτταρόπλασμα, σε διάκριση από τα κυτταρικά οργανίδια, που αποτελείται από τα υδατο-διαλυτά συστατικά τού κυτταροπλάσματος, συγκροτεί μια ημίρρευστη μάζα που διαποτίζει όλους τους χώρους μεταξύ τών οργανιδίων και αντιπροσωπεύει το ένα τρίτο τού συνολικού βάρους τού κυττάρου.
Dictionary of Greek. 2013.